Γιατί συνταγογραφούν ρασαγιλίνη οι γιατροί;

Οι γιατροί συνταγογραφούν ρασαγιλίνη για την αντιμετώπιση της νόσου του Πάρκινσον. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συμπληρωματική θεραπεία της λεβοντόπας ή και μόνη της. Σε αυτό το άρθρο, θα ανακαλύψουμε πώς χορηγείται καθώς και τις αντενδείξεις της.
Γιατί συνταγογραφούν ρασαγιλίνη οι γιατροί;
Fabiola Marín Aguilar

Γράφτηκε και επαληθεύτηκε από φαρμακοποιό Fabiola Marín Aguilar.

Τελευταία ενημέρωση: 21 Δεκεμβρίου, 2022

Οι γιατροί συνταγογραφούν ρασαγιλίνη για την αντιμετώπιση της νόσου του Πάρκινσον. Γενικά, αποτελεί συμπληρωματική θεραπεία της λεβοντόπας, ένα πρόδρομο μόριο της ντοπαμίνης. Αυτή χρησιμοποιείται ως η κύρια θεραπεία για τη νόσο του Πάρκινσον. Ωστόσο, οι γιατροί είναι πιθανό να συνταγογραφούν ρασαγιλίνη χωρίς λεβοντόπα.

Η νόσος του Πάρκινσον είναι ένα είδος κινητικής διαταραχής που προκαλείται όταν οι νευρώνες δεν παράγουν αρκετή ποσότητα ενός χημικού που είναι εξαιρετικά σημαντικό για τον εγκέφαλο, την ντοπαμίνη. Παρακάτω, θα σας εξηγήσουμε πώς μπορεί να βοηθήσει η ρασαγιλίνη.

Πώς λειτουργεί η ρασαγιλίνη;

Αυτό το φάρμακο είναι ένας επιλεκτικός αναστολέας του ΜΑΟ-Β. Η αναστολή του προστατεύει την ντοπαμίνη από υπερ-νευρωνική υποβάθμιση. Γι’ αυτό, αυξάνει τη συγκέντρωσή της στον εγκέφαλο. Αρχικά, οι γιατροί τη συνταγογραφούσαν μαζί με τη λεβοντόπα. Σήμερα όμως, συνταγογραφούν και τα δύο φάρμακα σε συνδυασμό σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν διακυμάνσεις στην κίνηση σε ασθενείς στην τελευταία δόση.

Γιατρός συνταγογραφεί φάρμακα

Το φάρμακο είναι ένας επιλεκτικός αναστολέας ΜΑΟ-Β. Γι’ αυτό, προστατεύει την ντοπαμίνη από υποβάθμιση.

Πώς συνταγογραφούν ρασαγιλίνη οι γιατροί: Δοσολογία και χορήγηση

Σε γενικές γραμμές, η κοινή μορφή χορήγησης είναι δια στόματος, και η δόση είναι 1 mg κάθε 24 ώρες, είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με λεβοντόπαΟ/η ασθενής μπορεί να τη λάβει με ή χωρίς φαγητό. Επίσης, δεν είναι απαραίτητη η αλλαγή της δοσολογίας σε ηλικιωμένους.

Οι ειδικοί δε συνιστούν τη χρήση ρασαγιλίνης σε ανήλικους. Ο λόγος είναι πως δεν υπάρχουν αρκετά δεδομένα για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητά της σε παιδιά και εφήβους.

Διαβάστε επίσης: Πνευματικά εργαλεία κατά της κατάθλιψης. Τι μπορείτε να κάνετε;

Αντενδείξεις της ρασαγιλίνης

Οι γιατροί δε θα πρέπει να συνταγογραφούν ρασαγιλίνη στις ακόλουθες περιπτώσεις:

  • Αρχικά, αν υπάρχει υπερευαισθησία στο ενεργό συστατικό της ή σε κάποιο από τα έκδοχά της.
  • Επίσης, αν ο/η ασθενής λαμβάνει ήδη θεραπεία με μονοαμινοξειδάση (ΜΑΟ). Σε αυτή περιλαμβάνεται και η λήψη μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων και φυσικών προϊόντων, όπως ΒαλσαμόχορτοΓια να ξεκινήσει μια θεραπεία με αναστολείς ΜΑΟ ή πεθιδίνη ο/η ασθενής, θα πρέπει να περιμένει 14 ημέρες μετά τη διακοπή χρήσης της ρασαγιλίνης.
  • Τέλος, σε ασθενείς με οξεία ή χρόνια ηπατική ανεπάρκεια. Επίσης, ασθενείς με ήπια ηπατική ανεπάρκεια θα πρέπει να λάβουν ιδιαίτερες προφυλάξεις όταν ξεκινούν θεραπεία με ρασαγιλίνη. Όμως, αν η ηπατική ανεπάρκεια από ήπια μετατραπεί σε οξεία, θα χρειαστεί να σταματήσουν τη θεραπεία.

Αλληλεπίδραση με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης

Όπως προαναφέραμε, η λήψη ρασαγιλίνης με άλλους αναστολείς ΜΑΟ ή αντικαταθλιπτικά, αποτελεί αντένδειξη. Σε αυτές περιλαμβάνονται:

Επίσης, οι ειδικοί συμβουλεύουν να μη λαμβάνεται μαζί με συμπαθομιμητικά φάρμακα, όπως αυτά που βρίσκονται σε ρινικά αποσυμφορητικά, είτε λαμβάνονται δια στόματος είτε από τη μύτη, ή με φάρμακα για το κρυολόγημα τα οποία περιέχουν εφεδρίνη ή ψευδοεφεδρίνη.

Άρρωστη γυναίκα με χάπια δίπλα της

Η ρασαγιλίνη δε θα πρέπει να λαμβάνεται με άλλους αναστολείς ΜΑΟ ή αντικαταθλιπτικά.

Το ένζυμο κυτόχρωμα P450 (CYP450) παίζει ρόλο στον μεταβολισμό των περισσότερων φαρμάκων. Για την ακρίβεια, σε εργαστηριακές μελέτες για τον μεταβολισμό φάνηκε ότι το ισοένζυμο του κυτοχρώματος P450 1A2 (CYP1A2) είναι το κυρίως υπεύθυνο ένζυμο για τον μεταβολισμό της ρασαγιλίνης.

Έτσι, η ταυτόχρονη χορήγηση ρασαγιλίνης και σιπροφλοξασίνης, αναστολέας του CYP1A2, ίσως επηρεάσει τη συγκέντρωση πλάσματος της ρασαγιλίνης. Οι ασθενείς θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους το παραπάνω.

Επιπλέον, υπάρχει κίνδυνος μείωσης των επιπέδων πλάσματος της ρασαγιλίνης σε ασθενείς που καπνίζουνεξαιτίας της επαγωγής του μεταβολισμού του ενζύμου CYP1A2.

Πιθανές παρενέργειες

Παρακάτω έχουμε τις πιο συχνές παρενέργειες του φαρμάκου:

  • Γρίπη ή λοιμώξεις από τον ιό της γρίπης
  • Καρκίνωμα του δέρματος
  • Λευκοπενία
  • Αλλεργία, ρινίτιδα, ή επιπεφυκίτιδα
  • Μειωμένη όρεξη
  • Κατάθλιψη και παραισθήσεις
  • Πονοκέφαλοι
  • Ίλιγγος
  • Στηθάγχη
  • Δερματίτιδα
  • Μετεωρισμός
  • Έντονη ανάγκη για ούρηση
  • Πυρετός ή δυσφορία
  • Μυοσκελετικός πόνος, αυχενικός πόνος, και αρθρίτιδα

Μπορούν οι γιατροί να συνταγογραφούν ρασαγιλίνη σε εγκύους;

Για την ώρα, δεν υπάρχουν κλινικά δεδομένα για την έκθεση στη ρασαγιλίνη κατά την εγκυμοσύνη. Ωστόσο, μελέτες σε ζώα δεν έδειξαν άμεση ή έμμεση επιβλαβή δράση στην εγκυμοσύνη. Σε αυτές περιλαμβάνονται η διαδικασία ανάπτυξης του εμβρύου, η γέννα, και η μεταγεννητική ανάπτυξη.

Ανεξαρτήτως όμως, οι έγκυες γυναίκες που λαμβάνουν το φάρμακο θα πρέπει να είναι προσεκτικές. Επίσης η ρασαγιλίνη είναι πιθανό να επέμβει στον θηλασμό. Σύμφωνα με πειραματικά δεδομένα, το φάρμακο αναστέλλει την έκκριση προλακτίνης. Παρόλα αυτά, δεν είναι γνωστό αν η ρασαγιλίνη εκκρίνεται στο μητρικό γάλα. Έτσι, οι επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να λάβουν προφυλάξεις όταν συνταγογραφούν ρασαγιλίνη σε θηλάζουσες γυναίκες.


Όλες οι παραθέτονται πηγές ελέγχθηκαν προσεκτικά από την ομάδα μας για να διασφαλιστεί η ποιότητα, η αξιοπιστία, η επικαιρότητα και η εγκυρότητά τους. Η βιβλιογραφία αυτού του άρθρου θεωρήθηκε αξιόπιστη και επιστημονικά ακριβής.


  • Agencia Española del Medicamento (2019). Centro de información del medicamento. Ficha técnica. Rasagilina. Disponible en: https://cima.aemps.es/cima/dochtml/ft/80346/FT_80346.html
  • Jiang DQ, Wang HK, Wang Y, et al (2019). Rasagiline combined with levodopa therapy versus levodopa monotherapy for patients with Parkinson’s disease: a systematic review. Neurol Sci. doi: 10.1007/s10072-019-04050-8. [Epub ahead of print]. Disponible en: https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/3144657

  • Rang HP, Dale MM (2012). Farmacología 7ª edición. Enfermedades neurodegenerativas, 39: 488

Αυτό το κείμενο προσφέρεται μόνο για ενημερωτικούς σκοπούς και δεν αντικαθιστά τη συμβουλή από επαγγελματία. Σε περίπτωση αμφιβολίας, συμβουλευτείτε τον ειδικό σας.