Το εκκόλπωμα του Meckel και τα χαρακτηριστικά του
Το εκκόλπωμα του Meckel είναι ένα εκ γενετής πρόβλημα του γαστρεντερικού σωλήνα. Προκαλείται από μια αλλοίωση κατά την εμβρυολογική ανάπτυξη ανάμεσα στην πέμπτη και έβδομη εβδομάδα της κύησης.
Η συχνότητα αυτού του προβλήματος κυμαίνεται από 0,3% έως και 3%. Κατά μέσο όρο, μόνο το 2% του πληθυσμού πάσχει από το εκκόλπωμα του Meckel, αλλά τα συμπτώματα εκδηλώνονται, περίπου, στο 5% με 7% των ασθενών. Έτσι, οι περισσότερες περιπτώσεις είναι ασυμπτωματικές.
Αυτό το πρόβλημα περιγράφτηκε για πρώτη φορά από τον Johan Friedrich Meckel το 1809. Η συχνότητα εμφάνισής του είναι ίδια σε άνδρες και γυναίκες. Ωστόσο, οι επιπλοκές είναι κατά τρεις με τέσσερις φορές συχνότερες στους άνδρες. Ακόμη, διαγιγνώσκεται συχνότερα σε παιδιά απ’ ότι σε ενήλικες.
Το εκκόλπωμα του Meckel
Το εκκόλπωμα του Meckel είναι ένα μικρό εξόγκωμα που αναπτύσσεται στο μικρό έντερο των ανθρώπων. Κατά την εμβρυολογική ανάπτυξη, ο αρχέγονος εντερικός σωλήνας επικοινωνεί με το λεκιθικό ασκό μέσα από ένα κανάλι το οποίο ονομάζεται λεκιθικός πόρος.
Καθώς αναπτύσσεται το έμβρυο, ο λεκιθικός ασκός και ο αρχέγονος εντερικός σωλήνας εξαφανίζονται. Όμως, σε ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού παραμένει ένα υπόλειμμα του λεκιθικού πόρου.
Ορισμένες φορές, το εκκόλπωμα του Meckel έχει και έναν μικρό πόρο. Πρόκειται για τον ομφαλομεσεντερικό πόρο, έναν ινώδη σωλήνα ο οποίος συνδέει το εκκόλπωμα με τον ομφαλό.
Σε σπάνιες περιπτώσεις μονάχα εμφανίζεται ομφαλοκήλη ή κύστη του λεκιθικού ασκού. Η ομφαλοκήλη είναι μια απευθείας επικοινωνία μεταξύ των εντέρων και του ομφαλού, η οποία προκαλεί το πέρασμα των κοπράνων μέσα από τον ομφαλό. Ένας διπλός λεκιθικός ασκός είναι ένα εξόγκωμα που παρουσιάζεται κάτω από τον ομφαλό.
Τα κύρια χαρακτηριστικά
Το εκκόλπωμα του Meckel αποτελείται από τρεις στιβάδες οι οποίες απαρτίζουν το μικρό έντερο. Αυτές είναι ο βλεννογόνος, ο υποβλεννογόνιος, και ο μυϊκός χιτώνας. Το εκκόλπωμα είναι αληθές αν έχει τρεις στιβάδες, καθώς το ψευδές εκκόλπωμα έχει μόνο τις δύο πρώτες στιβάδες.
Εντοπίζεται στο αντιμεσεντερικό χείλος του ειλεού και το μήκος του κυμαίνεται συνήθως από 5 έως 12 εκατοστά. Η διάμετρός του μπορεί να φτάσει τα 2,5 εκατοστά. Συνήθως, τρέφεται από ένα κατάλοιπο της λεκιθικής αρτηρίας ή την ανώτερη μεσεντέρια αρτηρία.
Είναι σύνηθες να αναπτύσσονται έκτοπος, κολονικός, παγκρεατικός, δωδεκαδακτυλικός βλεννογόνος, ηπατοχολικός ιστός και αδένες του Brunner. Επίσης, είναι πολύ συχνό να έχει ενδομητρικό ιστό στην άκρη του.
Διαβάστε επίσης: Πάσχετε από εκκολπωμάτωση; Τι πρέπει να αποφεύγετε
Εκδηλώσεις
Το εκκόλπωμα του Meckel μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές, συνήθως στα πρώτα χρόνια ενός παιδιού. Στο 60% των περιπτώσεων εκδηλώνεται πριν τα 10 χρόνια, όμως, όσα άτομα παρουσιάζουν συμπτώματα έχουν ένα ποσοστό κινδύνου εμφάνισης επιπλοκών από 4% έως και 6%.
Η αιμορραγία είναι η συχνότερη επιπλοκή. Συνήθως, οι ειδικοί τη σχετίζουν με το πεπτικό έλκος του γαστρικού βλεννογόνου. Γενικά, εκδηλώνεται στην ηλικία των 2 ετών και τα συμπτώματά του είναι το αίμα στα κόπρανα. Ακόμη μία συχνή επιπλοκή είναι ο κοιλιακός πόνος.
Περίπου το 20% των ασθενών αναπτύσσουν εκκόλπωμα, το οποίο δε μπορεί να ξεχωρίσει κλινικά από τη σκωληκοειδίτιδα. Στο 40% των περιπτώσεων παρουσιάζεται εντερική απόφραξη. Το 0,5% με 3,2% των ασθενών αναπτύσσει όγκους, παρόλα αυτά είναι καλοήθεις κατά κύριο λόγο.
Ίσως σας ενδιαφέρει: Πώς να καταπολεμήσετε φυσικά τη διαβρεκίτιδα
Εκκόλπωμα του Meckel – Άλλα ενδιαφέροντα δεδομένα
Το εκκόλπωμα του Meckel διαγιγνώσκεται δύσκολα επειδή έχει όμοια συμπτώματα με άλλες ασθένειες. Έτσι, είναι πολύ συχνό φαινόμενο για τους επαγγελματίες υγείας να ζητούν περισσότερες εξετάσεις ώστε να επιβεβαιώσουν τη διάγνωση. Αυτές οι εξετάσεις περιλαμβάνουν κολονοσκόπηση, σπινθηρογράφημα με τεχνήτιο, ή ενδοσκόπηση με ασύρματη κάψουλα.
Αν υπάρχει αιμορραγία ή εντερική απόφραξη, τότε ίσως απαιτηθεί χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση του εκκολπώματος. Αυτό επιτρέπει στους ειδικούς να το αφαιρέσουν, μαζί με τις εντερικές περιοχές που το περιβάλλουν. Το παραπάνω γίνεται με παραδοσιακό χειρουργείο ή λαπαροσκόπηση.
Η χειρουργική επέμβαση για το εκκόλπωμα του Meckel είναι πολύ ασφαλής και σπανίως παρουσιάζει επιπλοκές. Οι περισσότεροι ασθενείς αναρρώνουν πλήρως μετά το χειρουργείο και δεν υποφέρουν ποτέ ξανά από το ίδιο πρόβλημα.
Όλες οι παραθέτονται πηγές ελέγχθηκαν προσεκτικά από την ομάδα μας για να διασφαλιστεί η ποιότητα, η αξιοπιστία, η επικαιρότητα και η εγκυρότητά τους. Η βιβλιογραφία αυτού του άρθρου θεωρήθηκε αξιόπιστη και επιστημονικά ακριβής.
- Piñero, A., Castellanos, G., Rodríguez, J. M., Parrilla, P., Martínez, E., & Canteras, M. (2001). Complicaciones, diagnóstico y tratamiento del divertículo de Meckel. Cirugía Española, 70(6), 286-290.
- FLOCH, M. (2010). Divertículo de Meckel. In Netter. Gastroenterología.
- Motta-Ramírez GA, Reyes-Méndez E, Campos-Torres J, García-Ruiz A, Rivera-Méndez VM, García-Castellanos JA, & Aragón-Flores M. (2015). El divertículo de Meckel en adultos. Anales de Radiología México.